- ἐρωέω
- ἐρωέω (ἐρωή), fut. ἐρωήσει, aor. ἠρώησα: (1) flow, Il. 1.303, Od. 16.441.—(2) recede, fall away; (νέφος) οὔ ποτ' ἐρωεῖ, Od. 12.75; μηδέ τ ἐρώει, ‘rest not,’ Il. 2.179 ; αἳ δ (the horses) ἠρώησαν ὀπίσσω, ‘fell back,’ Il. 23.433; w. gen., πολέμοιο, χάρμης, Ν , Il. 14.101; once trans., τῷ κε καὶ ἐσσύμενόν περ ἐρωήσαιτ' ἀπὸ νηῶν, ‘drive him away,’ Il. 13.57.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.